ανελικτός

ανελικτός
-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανέλικτος — η, ο (Α ἀνέλικτος, ον) [ελίσσω] νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί αρχ. Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές …   Dictionary of Greek

  • ἀνέλικτον — ἀνέλικτος without turns masc/fem acc sg ἀνέλικτος without turns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέλικτοι — ἀνέλικτος without turns masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”